- ορθοφορία
- ηιατρ. η φυσιολογική κατάσταση ισορροπίας τών ὀφθαλμοκινητικών μυών, που οδηγεί στην ευκρινή διοφθάλμια όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. orthophoria < ορθ(ο)-* + -φορία (< -φορος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek